- επίκροτος
- ἐπίκροτος, -ον (AM) [επικροτώ](για λίγο) εύηχος, ηχηρόςαρχ.1. (για έδαφος) πατημένος, στρωμένος2. αυτός που κάνει κρότο.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἐπίκροτος — beaten masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπίκροτον — ἐπίκροτος beaten masc/fem acc sg ἐπίκροτος beaten neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπικρότῳ — ἐπίκροτος beaten masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπίκροτα — ἐπίκροτος beaten neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπίκροτοι — ἐπίκροτος beaten masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κρότος — I Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 420 μ., 120 κάτ.) στην πρώην επαρχία Καινουργίου του νομού Ηρακλείου. Βρίσκεται στο νότιο τμήμα του νομού. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Γόρτυνας. II Μυθολογικό πρόσωπο. Ήταν γιος του Πάνα και της Ευφήμης, τροφού των… … Dictionary of Greek
περίκροτος — ον, Μ αυτός που κροτεί ολόγυρα, που αντηχεί από παντού. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + κρότος (πρβλ. επίκροτος)] … Dictionary of Greek